-
1 ἐπιτροπή
ἐπιτροπ-ή, ἡ,A reference, esp. to an arbiter in decision of a law-suit,ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν σφίσι γενέσθαι ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἰδιώτην Th.5.41
; ἡ ἐ.τούτῳ πρὸς Παρμένοντα γέγονε D.33.23
; εἰς ἐ. ἔρχεσθαι ib.14 ; ἡ ἐ. ἐγένετό μοι ib.16 ; τὴν ἐ. λῦσαι ibid.; ἀνέντες τὴν ἐ. having declined it, Th. 5.31.2 generally, power to decide,ἐ. διδόναι τινὶ περί τινος Hp. Decent.17
, cf. Schwyzer 195.10 (Crete (from Delos), ii B.C.);διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐ. Plb.18.39.5
; διδόναι ἑαυτοὺς εἰς ἐ., or τὴν ἐ. διδόναι περὶ σφῶν αὐτῶν, Lat. dedere se in fidem, to surrender absolutely, Id.2.11.8,15.8.14, etc.; ἐ. λαβεῖν εἰς τὸ διαλῦσαι to receive full powers to treat, Id.3.15.7, cf. D.H.2.45, D.S.17.47 ;μετ' ἐξουσίας καὶ ἐ. Act.Ap.26.12
.II guardianship, Pl.Lg. 924b, etc.; ἐπιτροπῆς κατάστασις, διαδικασία, Arist.Ath.56.6 ;ἀποχὴ τῆς ἐ. POxy.898.24
(ii A.D.); ἐπιτροπῆς δικάζεσθαι, of an action brought by a ward against a guardian, Lys.Fr.27 ;καταγιγνώσκειν τὴν ἐ. D.29.58
;ἐπιτροπῆς κρίνειν τινά Plu.2.844c
.2 office of a Roman procurator,ἡ τοῦ ἰδίου λόγου ἐ. BGU16.8
(ii A.D.): generally, stewardship, PLond.2.454.10 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπή
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский